Ένα νέο διάλογο εγκαινίασε η Michelin για να καταρρίψει τους μύθους γύρω από το πέλμα των ελαστικών και τον κατάλληλο χρόνο αλλαγής τους, κατά τη διάρκεια μίας μεγάλης πανευρωπαϊκής εκδήλωσης στο Κέντρο Τεχνολογίας που διαθέτει στο Ladoux της Γαλλίας.
Σκοπός της εταιρείας ήταν να ενημερώσει για τα τεράστια οφέλη που συνεπάγεται για τους καταναλωτές και για το περιβάλλον, η αλλαγή των ελαστικών όταν το βάθος πέλματος φθάσει το υφιστάμενο νόμιμο όριο του 1,6 χιλιοστού – και όχι νωρίτερα – αναδεικνύοντας ότι το βάθος πέλματος δεν σχετίζεται με την ασφάλεια. Παράλληλα, η Michelin ανέδειξε τη σημασία της επιλογής ποιοτικών ελαστικών με επιδόσεις που αντέχουν στο χρόνο.
Με απλές αλλά εντυπωσιακές δοκιμές, αποδείχτηκε ότι το βάθος πέλματος δεν αποτελεί το μοναδικό δείκτη για την επίδοση στο φρενάρισμα σε βρεγμένο οδόστρωμα, καθώς πολλά ελαστικά με βάθος πέλματος μέχρι το νόμιμο όριο, έχουν την ίδια ή και καλύτερη επίδοση με ορισμένα νέα ελαστικά.
Οι δοκιμές περιλάμβαναν προϊόντα όλων των κατηγοριών (premium, μεσαία, οικονομικά) και προσομοιώσεις για τις καταστάσεις όπου η επίδοση των ελαστικών αποκτά ιδιαίτερη σημασία σε επίπεδο ασφάλειας: φρενάρισμα σε στεγνό και βρεγμένο οδόστρωμα καθώς και πλάγια πρόσφυση σε βρεγμένο οδόστρωμα. Προς έκπληξη όλων όσων παρακολούθησαν τις δοκιμές, ένα ελαστικό με επίπεδο φθοράς στο νόμιμο όριο είχε ίδια ή και καλύτερη επίδοση σε αρκετές περιπτώσεις. Με αυτόν τον τρόπο, αποδείχτηκε ότι η ασφάλεια δεν εξαρτάται από τη φθορά (όσο αυτή είναι εντός του νόμιμου ορίου) αλλά συνολικά από τη δομή, τη σύσταση και την ποιότητα του ελαστικού.
Πρόσφατα, υπήρξαν συζητήσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο σχετικά με ανάγκη μεταβολής του νόμιμου ορίου αλλαγής ελαστικών, από 1,6 χιλιοστά σε 3 χιλιοστά. Ωστόσο, αυτές οι δοκιμές απέδειξαν ότι η υποτιθέμενη ανάγκη για αλλαγή στα 3 χιλιοστά είναι μύθος, δεν έχει επιστημονική βάση και θα επέφερε σημαντικές οικονομικές απώλειες για τους καταναλωτές, ενώ θα ζημίωνε και το περιβάλλον.
Παράλληλα, πρόσφατες ανεξάρτητες μελέτες απέδειξαν αν οι οδηγοί αλλάζουν τα ελαστικά πολύ νωρίς και πριν φτάσουν το νόμιμο όριο, μειώνεται ο κύκλος ζωής του προϊόντος, και το αποτέλεσμα θα ήταν να χρησιμοποιούνται 128 εκατομμύρια περισσότερα ελαστικά μόνο στην Ευρώπη. Αυτό θα σήμαινε 9 εκατομμύρια τόνους περισσότερες εκπομπές CO2 κάθε χρόνο, ενώ θα επέφερε και σημαντικές αυξήσεις στο κόστος για τους καταναλωτές. Συγκεκριμένα, μόνο για την Ευρώπη, η Ernst and Young υπολόγισε αυτό το κόστος σε 6 δισεκατομμύρια επιπλέον.
Σήμερα, δοκιμές ελαστικών πραγματοποιούνται μόνο με καινούρια προϊόντα, χωρίς να υπολογίζεται πώς τα επίπεδα των επιδόσεων τους μπορεί να αλλάζουν με το χρόνο. Σκοπός της Michelin είναι να αναδείξει ότι η επίδοση των ελαστικών – και όχι το βάθος
πέλματος – αποτελεί το μοναδικό κριτήριο για τα επίπεδα ασφάλειας που διασφαλίζουν. Μέσα από αυτήν την πρωτοβουλία, η εταιρεία καλεί τους φορείς των επίσημων δοκιμών αλλά και τις ενώσεις καταναλωτών να ξεκινήσουν να εξετάζουν και τις επιδόσεις ελαστικών που δεν είναι καινούρια αλλά έχουν φθαρεί μέχρι το νόμιμο όριο.
Στρατηγική επιλογή της Michelin είναι να αναπτύσσει βιώσιμες λύσεις για την κινητικότητα, βελτιώνοντας το σχεδιασμό, την παραγωγή και τη διαχείριση των προϊόντων και των υπηρεσιών που προσφέρει. Η εταιρεία ελαχιστοποιεί τη χρήση των φυσικών πόρων που απαιτούνται, με σημαντικά οφέλη για το περιβάλλον και την κοινωνία. Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής, η Michelin σχεδιάζει ποιοτικά προϊόντα που σημειώνουν πολύ υψηλές επιδόσεις, από το πρώτο έως το τελευταίο χιλιόμετρο.