Moto Guzzi – Όφελος 600€ για όλη την οικογένεια V7 III
Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ V7 III ΜΕΓΑΛΩΝΕΙ ΜΕ ΤΙΣ ΕΙΔΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ CARBON, ROUGH ΚΑΙ MILANO ΠΟΥ ΕΚΦΡΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΑΡΡΗΚΤΗ ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ MOTO GUZZI ΜΕ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ CUSTOMIZING
Η V7 III εκπροσωπεί την τρίτη γενιά της πιο διάσημης και αγαπημένης Moto Guzzi. Από το 1967 που πωλήθηκαν τα πρώτα πρωτότυπα στην Ιταλία, η V7 έγινε το πιο δυνατό χαρτί της γκάμας και εκπρόσωπος της υπεροχής των ιταλικών μοτοσυκλετών, ξεχωρίζοντας με τον εξοπλισμό και τον σχεδιασμό της και κατακτώντας ένα άκρως διαφοροποιημένο και ποικιλόμορφο κοινό.
Τώρα η οικογένεια V7 III διπλασιάζεται, με τις νέες ειδικές εκδόσεις V7 III Carbon, V7 III Rough και V7 III Milano, παράλληλα με τα γνωστά μοντέλα Stone, Special και Racer, οι οποίες ξεχωρίζουν για το πακέτο εξοπλισμού τους.
Επωφεληθείτε τώρα από την ειδική προσφορά Moto Guzzi και αποκτήστε οποιαδήποτε έκδοση V7 III, με όφελος με όφελος 600€.
Οι τιμές προσφοράς διαμορφώνονται ως εξής:
– V7 III Stone, τώρα 8.340 € (από 8.940 €)
– V7 III Special, τώρα 8.490 € (από 9.090 €)
– V7 III Milano, τώρα 8.640 € (από 9.240 €)
– V7 III Rough, τώρα 8.790 € (από 9.390 €)
– V7 III Carbon, τώρα 9.340 € (από 9.940 €)
– V7 III Racer, τώρα 9.940 € (από 10.540 €)
Επιπλέον, όπως πάντα, απολαμβάνετε τα μοναδικά προνόμια Moto Guzzi:
– Δωρεάν διετής επέκταση εργοστασιακής εγγύησης
– Δωρεάν οδική βοήθεια
Η Moto Guzzi που ονειρεύεστε, είναι τώρα πιο προσιτή από ποτέ!
Η V7 είναι ένα από τα πιο αγαπημένα και πλέον δημοφιλή μοντέλα της Moto Guzzi. Αυτή η παγκόσμια αναγνώριση οφείλεται στην ικανότητά της να παραμένει πιστή στις προσδοκίες και τη φήμη ενός θρυλικού εργοστασίου όπως είναι η Moto Guzzi. Από το 1967 που πωλήθηκαν οι πρώτες V7 στην Ιταλία, η μοτοσυκλέτα έγινε ο πυλώνας της γκάμας του εργοστασίου και ο εκπρόσωπος της ιταλικής υπεροχής στην κατασκευή μοτοσυκλετών. Με την αξιοπιστία, την απόδοση και τη σχεδίασή της, έγινε εξαιρετικά δημοφιλής σε ένα ευρύ ποικιλόμορφο κοινό, με διαφορετική αφετηρία και υπόβαθρο, αλλά και με το ίδιο πάθος για τελειότητα σε δύο τροχούς.
Περισσότερα από πενήντα χρόνια έχουν περάσει από την εμφάνιση του πρώτου μοντέλου V7 και η Moto Guzzi παρουσιάζει τη V7 III, την τρίτη πράξη ενός συγκλονιστικού έργου, μιας ιστορίας που συνεχίζει να γράφεται σε χρυσές σελίδες. Η σχεδίαση της V7 III ήταν μια μεγάλη πρόκληση και το εγχείρημα έκρυβε πολλές δυσκολίες, δεδομένου του κύρους, αλλά και της μεγάλης επιτυχίας που γνώριζε η V7. Από το 2009, είναι η μοτοσυκλέτα με τις μεγαλύτερες πωλήσεις για τη μάρκα και αποτελεί το μοντέλο εισόδου στον κόσμο της Moto Guzzi.
Όπως και στην περίπτωση της V7 II σε σχέση με την πρώτης γενιάς V7, η ανανέωση της V7 III ήταν αρκετή για να δικαιολογείται η χρήση μεγαλύτερου αριθμού από το λατινικό σύστημα αρίθμησης που ανέκαθεν συνοδεύει τα πιο δημοφιλή και διαχρονικά μοντέλα Moto Guzzi. Η V7 III είναι το αποτέλεσμα του πάθους και της συνεχούς αναζήτησης για εξέλιξη, ακόμη και σε ένα μοντέλο που ήδη βρίσκεται στην κορυφή των πωλήσεων, χωρίς την παραμικρή αλλοίωση του χαρακτήρα και της αυθεντικότητας που το συνοδεύουν διαχρονικά.
Έξι εκδόσεις, αμέτρητες ερμηνείες
Η οικογένεια V7 III διπλασιάζεται και δίπλα στις δημοφιλείς Stone, Special και Racer, προστίθενται οι τρεις νέες εκδόσεις V7 III Rough, V7 III Milano και V7 III Carbon. Οι νέες αυτές V7 III χαρακτηρίζονται από τον διαφορετικό εξοπλισμό που επελέγη προσεκτικά για να τονίσει τον ξεχωριστό προσανατολισμό και την μοναδική προσωπικότητα της κάθε έκδοσης. Οι εκδόσεις Rough, Milano και Carbon αποτίουν φόρο τιμής στην τέχνη του customizing.
To “επτά-πενήντα” από το Mandello είναι αποδεδειγμένα η τέλεια βάση για customizing και αποτέλεσε τον πρωταγωνιστή του Lord of the Bikes, του πρώτου τηλεοπτικού talent show για το customizing μοτοσυκλετών, το οποίο προβλήθηκε στην Ιταλία από τον τηλεοπτικό σταθμό Sky. Η γκάμα γνήσιων αξεσουάρ Moto Guzzi είναι αναπόσπαστο κομμάτι της αναβάθμισης και έχει ενισχυθεί ακόμη περισσότερο. Η V7 III συνοδεύεται από μια πολύ ευρεία σειρά από ειδικά σχεδιασμένα αξεσουάρ για λειτουργική και αισθητική βελτίωση, ώστε να μπορεί ο ιδιοκτήτης να δημιουργήσει μια μοναδική μοτοσυκλέτα, που να ανταποκρίνεται πλήρως στις δικές του προτιμήσεις.
Σε πλήρη αρμονία με τα υπόλοιπα μοντέλα της γκάμας Moto Guzzi, η V7 III διατίθεται και σε μια πιο “σκοτεινή” έκδοση που χαρακτηρίζεται από τα κατάμαυρα φινιρίσματά της. Αυτή είναι η έκδοση Stone, ενώ στην πιο κλασική έκδοση Special κυριαρχεί το χρώμιο, αλλά και η σχεδίαση που ακολουθεί τις βασικές γραμμές του προηγούμενου μοντέλου. Δίπλα τους, η έκδοση Racer αντιπροσωπεύει το άκρως επιτυχημένο αγωνιστικό παρελθόν της Moto Guzzi που οδήγησε σε 15 παγκόσμιους τίτλους και νίκη σε 11 Tourist Trophies, μέχρι το 1957 που πάρθηκε η απόφαση για αποχώρηση από τους αγώνες.
Η οδήγηση μίας V7 γίνεται ακόμη πιο απολαυστική
Η τρίτης γενιάς “επτά-πενήντα” από το Mandello συνεχίζει να είναι το μοντέλο εισόδου στον κόσμο της Moto Guzzi. Η μοτοσυκλέτα είναι εύκολη στην οδήγηση, με τις μικρότερες διαστάσεις και το χαμηλότερο βάρος στην κατηγορία της, αλλά και με την ισχύ και την αυθεντική προσωπικότητα που χαρακτηρίζουν κάθε μοντέλο Moto Guzzi. Η προσωπικότητα της μοτοσυκλέτας κάνει αισθητή την παρουσία της χάρη στον μοναδικής σχεδίασης εγκάρσιο V-twin κινητήρα. Οι βασικοί στόχοι που οδήγησαν στην αναβάθμιση ήταν το στυλ, ο βασικός εξοπλισμός και η απόδοση στον δρόμο. Με άλλα λόγια, όλα όσα εξασφαλίζουν απόλαυση στην κατοχή και την οδήγηση μιας V7.
Η V7 III διατηρεί το στυλ και την προσωπικότητα ανέπαφα και χαρακτηρίζεται από τη σχεδίαση που συνδυάζει σχήματα εμπνευσμένα από την κληρονομιά της Moto Guzzi, με σύγχρονη τεχνολογία και κατασκευή. Η πρώτη εντύπωση που αφήνει είναι αυτή της στιβαρής σύγχρονης μοτοσυκλέτας, μια αίσθηση που οφείλεται κυρίως στην ύπαρξη της διπλής εξάτμισης και των κυλινδροκεφαλών που χαρακτηρίζονται από το εντυπωσιακό τους μέγεθος. Το ρεζερβουάρ δεν υπέστη καμία αλλαγή, με την χωρητικότητα των 21 λίτρων καυσίμου και το στυλ να είναι εμπνευσμένα, από το υπέροχο ρεζερβουάρ της V7 Sport του 1971.
Άλλα στυλιστικά στοιχεία που τραβούν την προσοχή είναι τα καπάκια των μπεκ ψεκασμού και τα κομψά πλαϊνά καπάκια. Κάθε μια από τις εκδόσεις V7 III έχει ειδικά σχεδιασμένη σέλα με ολοκαίνουργια γραφικά και καλύμματα.
Οι V7 III Stone, Rough και Carbon διαθέτουν ένα μονό στρογγυλό όργανο που ταιριάζει απόλυτα στον λιτό χαρακτήρα τους. Οι εκδόσεις Special, Racer και Milano διαθέτουν και ένα δεύτερο στρογγυλό όργανο που περιλαμβάνει το στροφόμετρο. Το ταχύμετρο είναι αναλογικό, ενώ όλες οι υπόλοιπες πληροφορίες βρίσκονται στην ψηφιακή οθόνη: οδόμετρο, μερικός και ολικός μετρητής ταξιδιού (μηδενίζεται αυτόματα οκτώ ώρες από τη στιγμή που θα απενεργοποιηθεί), χρόνος ταξιδιού, στιγμιαία και μέση κατανάλωση καυσίμου, θερμοκρασία αέρα, μέση ταχύτητα και επίπεδο ελέγχου πρόσφυσης MGCT, καθώς και επιλεγμένη σχέση στο κιβώτιο ταχυτήτων, στην οποία η ελάχιστη και η μέγιστη τιμή στροφών ανά λεπτό μπορούν να ρυθμιστούν από τον αναβάτη. Με αυτή τη λειτουργία, μπορείτε να έχετε προκαθορισμένο και υπό απόλυτο έλεγχο εύρος στροφών σε κάθε περίπτωση, όπως πλήρη απόδοση της ισχύος ή μέγιστη εξοικονόμηση καυσίμου. Ο αναβάτης χειρίζεται τα όργανα μέσω ενός κουμπιού που βρίσκεται στο δεξί χειριστήριο. Στον εκτεταμένο κατάλογο αξεσουάρ περιλαμβάνεται η MG–MP, η πλατφόρμα πολυμέσων της Moto Guzzi που συνδέει συσκευή smartphone με τη μοτοσυκλέτα και παρέχει πληθώρα χρήσιμων πληροφοριών.
Αρχιτεκτονική πλαισίου: εγγύηση ποιότητας με την παράδοση της Moto Guzzi
Η ικανότητα της Moto Guzzi στη σχεδίαση εξαιρετικών πλαισίων είναι θρυλική. Η απολαυστική οδήγηση της V7 έχει τις ρίζες της στο μακρινό παρελθόν. Το 1970, μετά από μια σειρά από πολύ απαιτητικές δοκιμές, η V7 Police επελέγη από το LAPD (Αστυνομικό τμήμα του Los Angeles), αποδεικνύοντας την εκτίμηση που απολαμβάνει η μάρκα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Το ατσάλινο πλαίσιο διατηρεί την αφαιρούμενη διάταξη διπλής βάσης και την κατανομή βαρών (46% μπροστά; 54% πίσω) που παραμένει ίδια στην πρόσφατη ιστορία της V7. Το τρίτης γενιάς μοντέλο διαθέτει ένα πλήρως ανανεωμένο και ενισχυμένο μπροστινό σύστημα, με διαφορετική γεωμετρία τιμονιού ώστε να εξασφαλιστούν δυναμικές είσοδοι στις στροφές, καλύτερο κράτημα και μεγαλύτερη σταθερότητα. Μεγάλη προσοχή δόθηκε στη φροντίδα και το φινίρισμα κάθε επιφάνειας, με κολλήσεις και βαφή που χαρακτηρίζονται από τελειότητα. Η πίσω ανάρτηση βασίζεται σε δύο αμορτισέρ της Kayaba που διαθέτουν ρύθμιση προφόρτισης ελατηρίου. Χάρη στην κορυφαία ποιότητά τους και την επικλινή τους θέση στο πλαίσιο, παρέχουν προοδευτική και ελεγχόμενη λειτουργία σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι όταν επιβαίνουν δύο άτομα στη μοτοσυκλέτα. Ο συνεπιβάτης απολαμβάνει μια πολύ άνετη θέση στη σέλα, λόγω των μαρσπιέ που είναι τοποθετημένα χαμηλά και μπροστά. Το τρίγωνο σέλας τιμονιού και μαρσπιέ είναι ιδανικά σχεδιασμένο για κάθε ύψους αναβάτες, χάρη στη χαμηλότερη σέλα (770 χιλιοστά από το έδαφος) και την ιδανικά σχεδιασμένη θέση των μαρσπιέ αλουμινίου.
Κινητήρας small block: μοναδικός χαρακτήρας και ήχος
Υπάρχουν πολλοί καλοί μονοκύλινδροι κινητήρες στον κόσμο, αλλά μόνο ένας εγκάρσιος V και αυτός είναι ο δικύλινδρος κινητήρας της Moto Guzzi. Δημιουργήθηκε το 1967 από μια πανέξυπνη ιδέα του Giulio Cesare Carcano και χαρακτηρίζεται από την ιδιαίτερη διάταξη των κυλίνδρων του. Είναι ένα αυθεντικό μεταλλικό γλυπτό σύγχρονης τέχνης, που άμεσα έγινε αναπόσπαστο τμήμα στη σχεδίαση της μοτοσυκλέτας. Η έκδοση small block βρίσκεται πλέον στην τρίτη φάση εξέλιξής της και έχει ανανεωθεί πλήρως σε σχέση με τον κινητήρα V7 II, με στόχο την ακόμη μεγαλύτερη απόλαυση στην οδήγηση σε συνδυασμό με καλύτερες επιδόσεις και μέγιστη αξιοπιστία.
Ο στροφαλοθάλαμος αλουμινίου έγινε ακόμη πιο άκαμπτος και συνδυάζεται με στροφαλοφόρο άξονα, του οποίου η αδράνεια που έχει υπολογιστεί με ακρίβεια, για άμεση απόδοση και ιδανική πέδηση του κινητήρα. Το σύστημα λίπανσης του στροφαλοθαλάμου σχεδιάστηκε ειδικά για ελαχιστοποίηση της θερμότητας και μείωση της απορρόφησης ισχύος, προς όφελος της απόδοσης και της βελτίωσης στην κατανάλωση καυσίμου. Υπάρχει επίσης, ένα σύστημα ψύξης που μειώνει την απώλεια ισχύος, χάρη στην εσωτερική αντλία του στροφαλοθαλάμου και τη μειωμένη χωρητικότητα της αντλίας λαδιού που επιτρέπει μικρότερη κατανάλωση ισχύος. Ο αγωγός εισαγωγής της αντλίας λαδιού είναι νέος, όπως και η σχετική παρακαμπτήρια βαλβίδα και οι ψεκαστήρες λαδιού στα έμβολα, οι οποίοι διαθέτουν βαλβίδα ελέγχου ροής και διαχείρισης. Το καπάκι του εναλλάκτη διαθέτει ενσωματωμένη λειτουργία διαφυγής καυσαερίων.
Οι παρεμβάσεις που έγιναν πριν από ένα χρόνο αφορούσαν και στο πάνω μέρος του κινητήρα, με νέες κεφαλές αλουμινίου, έμβολα και κυλίνδρους που διαφέρουν από τον κινητήρα της V7 II, αν και διατηρούν την ίδια διάμετρο και διαδρομή (όπως και τον κυβισμό) του προηγούμενου κινητήρα. Αυτό φυσικά αποδεικνύει ότι η V7 III παραμένει η μοτοσυκλέτα εισόδου στον κόσμο της Moto Guzzi. Όπως συμβαίνει παραδοσιακά, ο χρονισμός ελέγχεται από ένα σύστημα ωστηρίου και ζυγών με 2 βαλβίδες ανά κύλινδρο, το οποίο είναι τοποθετημένο στην κεφαλή υπό κλίση για καλύτερη απόδοση. Το σύστημα τροφοδοσίας καυσίμου βασίζεται σε έναν ηλεκτρονικό ψεκασμό Marelli μονού σώματος, τον οποίο διαχειρίζεται μια ηλεκτρονική μονάδα ελέγχου. Το σύστημα εξάτμισης ολοκληρώνεται με πολλαπλή δύο σωλήνων που συμβάλει στη βελτίωση της θερμομόνωσης. Με την εισαγωγή του βοηθητικού συστήματος αερισμού στις κεφαλές, σε συνδυασμό με τον τριοδικό καταλυτικό μετατροπέα, τον διπλό αισθητήρα οξυγόνου και τη συνολική του σχεδίαση, ο δικύλινδρος κινητήρας Moto Guzzi των 750 κ.εκ. είναι απόλυτα συμβατός με τις προδιαγραφές Euro 4.
Η μέγιστη ισχύς φτάνει τους 52 ίππους στις 6.200 σ.α.λ., ενώ η ροπή αγγίζει τα 60 Nm στις 4.900 σ.α.λ., με μια απολύτως επίπεδη καμπύλη ροπής που εξασφαλίζει ευκολία στη χρήση, σε συνδυασμό με την προσωπικότητα και τη γρήγορη απόκριση που χαρακτηρίζουν κάθε κινητήρα Moto Guzzi. Μια έκδοση μειωμένης ισχύος είναι επίσης διαθέσιμη, η οποία είναι πλήρως προσαρμοσμένη στους περιορισμούς που ισχύουν για τους κατόχους άδειας οδήγησης A2. Απευθύνεται στους λιγότερο έμπειρους αναβάτες μοτοσυκλετών Guzzi, οι οποίοι μπορούν να υπολογίζουν σε μειωμένο βάρος και μικρότερες διαστάσεις, καθώς και στην ευκολία χειρισμού που χαρακτηρίζει όλες τις εκδόσεις V7 III. Ένα ακόμη καινοτόμο εξάρτημα του κινητήρα Moto Guzzi είναι ο 170 χιλιοστών ξηρός συμπλέκτης μονού δίσκου που μεγιστοποιεί την ανθεκτικότητα και την αξιοπιστία σε βάθος χρόνου, ενώ παράλληλα μειώνει το φορτίο που φτάνει στη μανέτα του συμπλέκτη, εξασφαλίζοντας ευκολία χειρισμού και άνεση στην οδήγηση. Το ακριβές και απαλό κιβώτιο των έξι σχέσεων που είχε τοποθετηθεί αρχικά στην V7 II, παραμένει ίδιο, αλλά τώρα διαθέτει διαφορετική αναλογία της πρώτης και της έκτης σχέσης. Και οι δύο σχέσεις έχουν μακρύνει ελαφρά και παρέχουν πλήρη αξιοποίηση της ροπής και της ισχύος του κινητήρα.
Ασφάλεια: συνώνυμο της Moto Guzzi
Η Moto Guzzi ανέκαθεν κυριαρχεί και στον τομέα της ασφάλειας. Η V7 III διαθέτει σύστημα αντιμπλοκαρίσματος των τροχών ABS και ρυθμιζόμενο σύστημα ελέγχου πρόσφυσης MGCT (Moto Guzzi Traction Control), το οποίο παρέχει τη δυνατότητα απενεργοποίησης. Το πρώτο είναι ένα δικάναλο σύστημα Continental που αποτρέπει το μπλοκάρισμα των τροχών, ενώ το δεύτερο είναι ένα σύστημα που εμποδίζει το σπινάρισμα του πίσω τροχού κατά την επιτάχυνση. Το σύστημα MGCT ρυθμίζεται σε δύο επίπεδα ευαισθησίας. Το πρώτο επίπεδο είναι ιδανικό για συνθήκες χαμηλής πρόσφυσης, λόγω βρεγμένης ή ολισθηρής ασφάλτου ενώ το δεύτερο σχεδιάστηκε για ασφαλή οδήγηση σε στεγνό οδόστρωμα. Ένα ακόμη πλεονέκτημα του συστήματος MGCT είναι η δυνατότητα εκ νέου βαθμονόμησης της περιμέτρου του πίσω ελαστικού, η οποία παρέχει αντιστάθμιση πιθανής φθοράς ή κατάστασης ενός ελαστικού με διαφορετικό προφίλ από το αρχικό, αλλά και διατήρηση της άψογης λειτουργίας και της ακρίβειας του ελέγχου πρόσφυσης.
V7 III Stone
Η V7 III Stone ξεχωρίζει από την υπέροχη αισθητική και την έντονη προσωπικότητά της. Εκλεπτυσμένη και δυναμική, απαλλαγμένη από χρωμιωμένα εξαρτήματα, είναι η V7 III που αναδεικνύει τη σκοτεινή πλευρά της, με ματ μαύρη βαφή που συνδυάζεται αρμονικά με τον ολοκαίνουργιο ιμάντα που βρίσκεται στη σέλα για τα χέρια του συνεπιβάτη. Εκτός από τον χρωματισμό Nero Ruvido, η μοτοσυκλέτα διατίθεται και σε άλλα ελκυστικά χρώματα με σατινέ φινιρίσματα που είναι εμπνευσμένα από τις πλέον δημοφιλείς αποχρώσεις της δεκαετίας του ’70. Αυτά είναι τα: Azzurro Elettrico, Verde Camouflage και Giallo Energico. Η σκοτεινή ματ εμφάνιση χαρακτηρίζει την V7 III και την ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες εκδόσεις, αλλά δεν είναι μόνο αυτή η διαφορά της. Η V7 III Stone διαθέτει επίσης τροχούς από κράμα αλουμινίου και μονό στρογγυλό όργανο. Το μπροστινό φτερό έχει κοντύνει, με σκοπό την ανάδειξη της κλασικής ομορφιάς της μοτοσυκλέτας.
V7 III Special
Από όλες τις V7, αυτό είναι το μοντέλο που ενσαρκώνει το αυθεντικό πνεύμα της πρώτης V7. Είναι κλασική, κομψή και εφοδιασμένη με πολλά εξαρτήματα αλουμινίου και φωτεινά γραφικά. Όπως και η διάσημη V750 S3 του 1975, διαθέτει την κλασική χρωματιστή λωρίδα στα πλαϊνά καπάκια κάτω από τη σέλα, που ταιριάζει απόλυτα με τις ίδιου χρώματος οριζόντιες λωρίδες του ρεζερβουάρ. Οι ακτινωτοί τροχοί διαθέτουν γυαλισμένα κανάλια ακτίνων και μαύρα κέντρα. Οι ενδείξεις εμφανίζονται σε δύο στρογγυλά όργανα, ενώ για τη στήριξη των χεριών του συνεπιβάτη υπάρχει μια καλαίσθητη επιχρωμιωμένη λαβή. Η V7 III Special διαθέτει επίσης, σέλα με ραφές παλιάς σχολής που τονίζουν την κλασική κομψή καταγωγή της. Τα διαθέσιμα χρώματα είναι τα Nero Inchiostro και Blu Zaffiro.
V7 III Carbon
Αυτό το μοντέλο της οικογένειας V7 III διατίθεται σε περιορισμένη αριθμημένη έκδοση, ακολουθώντας την παράδοση της Moto Guzzi σε περιορισμένες εκδόσεις στη γκάμα της. Η V7 III Carbon φέρνει το customizing σε πρώτο πλάνο με δυναμικά και καλαίσθητα στοιχεία, που συνδυάζουν το αυθεντικό στυλ της V7 με την πολυτέλεια και τη σύγχρονη ομορφιά των πολυάριθμων εξαρτημάτων από ανθρακονήματα, όπως είναι τα κοντά και στενά φτερά και τα καπάκια που αναδεικνύουν τον χαρακτήρα του πλέον εμπορικού μοντέλου της Moto Guzzi. Η V7 III Carbon έχει κατάμαυρη ματ εμφάνιση που προσφέρει τέλεια αντίθεση με κόκκινα εξαρτήματα, όπως είναι η μπροστινή δαγκάνα της Brembo, τα λογότυπα στα πλαϊνά καπάκια και ο αετός που βρίσκεται στο ρεζερβουάρ καυσίμου. Ο ‘Made in Mandello’ κινητήρας ξεχωρίζει από τις κόκκινες κυλινδροκεφαλές με το σατινέ φινίρισμα. Η σέλα είναι σχεδιασμένη ειδικά γι’ αυτό το μοντέλο και διαθέτει κάλυμμα από αδιάβροχο υλικό Alcantara®, το οποίο παρέχει ανθεκτικότητα και στυλ. Η κόκκινη ραφή στη σέλα είναι μια στυλιστική επιλογή που θα λατρέψουν όσοι έλκονται από την έμφαση στη λεπτομέρεια. Στην πραγματικότητα, αυτό το μοντέλο είναι γεμάτο από τέτοιες λεπτομέρειες, όπως είναι η τάπα του ρεζερβουάρ από μαύρο ανοδιωμένο αλουμίνιο, το μαύρο περίβλημα του προβολέα, τα μαύρα καπάκια των μπεκ ψεκασμού και η μαύρη αντλία του πίσω φρένου. Ο αριθμός περιορισμένης παραγωγής της μοτοσυκλέτας, εμφανίζεται σε μια πλάκα που βρίσκεται στα καβαλέτα του τιμονιού. Υπάρχουν 1921 διαθέσιμες μονάδες, ένας αριθμός που επελέγη για να τιμήσει το έτος ίδρυσης της Moto Guzzi.
V7 III Rough
Αυτή η έκδοση χαρακτηρίζεται από τα τρακτερωτά ελαστικά και τους ακτινωτούς τροχούς, αλλά και από πολλές λεπτομέρειες που χαρίζουν στην V7 III Rough στυλ urban country που θα εκτιμήσουν πολύ οι φίλοι της αστικής μετακίνησης, αλλά και των αποδράσεων στην ύπαιθρο. Ο εξοπλισμός ολοκληρώνεται με ειδικά σχεδιασμένη σέλα, η οποία διαθέτει ραφές και ιμάντα για τον συνεπιβάτη, καθώς και με πλαϊνά καπάκια αλουμινίου. Τα φτερά είναι κατασκευασμένα από το ίδιο πολυτελές υλικό. Το περίβλημα του προβολέα είναι μαύρο και το πιρούνι προστατεύεται από κλασικές φισούνες. Αυτό είναι ένα ακόμη από τα στυλιστικά στοιχεία που φέρουν την υπογραφή της Moto Guzzi και μεταμορφώνουν την V7 III σε μια αυθεντική εργοστασιακή special μοτοσυκλέτα με στοχευμένες πινελιές που κάνουν τη μεγάλη διαφορά. Η διαθεσιμότητα αυθεντικών αξεσουάρ Moto Guzzi για την V7 III (και για τις προηγούμενες εκδόσεις) είναι εξαιρετικά μεγάλη και επιτρέπει απεριόριστες αισθητικές και λειτουργικές επεμβάσεις σε αυτό το μοντέλο, όπως και σε όλες τις εκδόσεις V7 III.
V7 III Milano
Ποια V7 θα ήθελες να οδηγήσεις στους δρόμους της πόλης; Η Moto Guzzi δίνει την απάντηση με την νέα έκδοση V7 III Milano. Αυτό το μοντέλο βασίζεται στην V7 III Special και διατηρεί τα ίδια βασικά χαρακτηριστικά, όπως είναι τα διπλά στρογγυλά όργανα, η επιχρωμιωμένη εξάτμιση, η επίσης επιχρωμιωμένη χειρολαβή συνεπιβάτη και τα γυαλιστερά χρώματα του ρεζερβουάρ. Διαφοροποιείται όμως με τους τροχούς από κράμα αλουμινίου που συμβάλλουν στην σύγχρονη εμφάνιση της μοτοσυκλέτας. Ο βασικός εξοπλισμός ολοκληρώνεται με πολυτελείς λεπτομέρειες, όπως είναι τα φτερά και τα πλαϊνά καπάκια αλουμινίου.
V7 III Racer
Διατίθεται σε αριθμημένη έκδοση περιορισμένης παραγωγής, όπως φανερώνει και η πλάκα που βρίσκεται στην πάνω βάση του τιμονιού. Η V7 III Racer δεν είναι μόνο η πιο σπορ έκδοση της γκάμας, αλλά και αυτή που διαθέτει τα πιο ιδιαίτερα εξαρτήματα. Είναι η μοτοσυκλέτα που αναδεικνύει την ικανότητα της Moto Guzzi στη δημιουργία custom μοντέλων. Υπάρχουν πολυάριθμες τεχνικές και αισθητικές διαφορές που την ξεχωρίζουν από την προηγούμενη έκδοση και από τα υπόλοιπα μοντέλα V7 III. Σε ό,τι αφορά τα στυλιστικά στοιχεία, η V7 III Racer διαθέτει ένα μοναδικής αισθητικής σατινέ επιχρωμιωμένο ρεζερβουάρ καυσίμου με έναν κόκκινο αετό που κλέβει τις εντυπώσεις. Αυτό το στοιχείο θυμίζει το χρώμα “Rosso Corsa” που είχε επιλεγεί για τη βαφή του πλαισίου και του ψαλιδιού και αναβιώνει την πρώτη σειρά V7 Sport του 1971 που είχε το προσωνύμιο “κόκκινο πλαίσιο” (red frame). Η σπορ φύση της V7 III Racer τονίζεται από τα κλιπ-ονς, το υπέροχο μονόσελο και το κάλυμμα της θέσης του συνεπιβάτη. Σύμφωνα με την παράδοση, η Racer διαθέτει σπορ μονόσελο, αλλά στην πραγματικότητα αυτό το μοντέλο είναι εγκεκριμένο για δύο αναβάτες. Διαθέτει μαρσπιέ συνεπιβάτη και σέλα που μπορεί να αφαιρεθεί εύκολα, όταν το θελήσει ο αναβάτης. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία που αξίζουν ειδικής αναφοράς είναι η εκτεταμένη χρήση ανοδιωμένου μαύρου αλουμίνιου. Αυτή η χειροποίητη επεξεργασία που απαιτεί ειδική τεχνική και γνώση, χαρακτηρίζει τα πλαϊνά καπάκια και τα προστατευτικά των σωμάτων γκαζιού, ενώ η μπροστινή βάση πινακίδας είναι κατασκευασμένη από βουρτσισμένο αλουμίνιο. Οι ακτινωτοί τροχοί διαθέτουν μαύρα κανάλια ακτίνων και κόκκινα αυτοκόλλητα Moto Guzzi, όπως ισχύει και για τα υπόλοιπα σπορ μοντέλα της γκάμας, στα οποία συμπεριλαμβάνεται η επιβλητική και μυώδης Audace. Άλλα ιδιαίτερα εξαρτήματα που προκαλούν τις αισθήσεις είναι τα set–back μαρσπιέ που έχουν κατασκευαστεί από συμπαγή κράματα μετάλλων, ο ελαφρύτερος άξονας του τιμονιού και το μοναδικής αισθητικής προστατευτικό του τιμονιού. Το πιο σημαντικό τεχνολογικό στοιχείο της μοτοσυκλέτας είναι το ζεύγος των πίσω αμορτισέρ της Öhlins, τα οποία είναι ρυθμιζόμενα ως προς την προφόρτιση ελατηρίου και την υδραυλική επαναφορά και συμπίεση. Αυτές οι ρυθμίσεις επιτρέπουν μέγιστη απόσβεση κραδασμών και καλύτερο έλεγχο σε συνθήκες σπορ οδήγησης.
Η πλατφόρμα πολυμέσων της Moto Guzzi συνδέει την V7 III με τον κόσμο
Η πλατφόρμα πολυμέσων της Moto Guzzi είναι διαθέσιμη στον προαιρετικό εξοπλισμό της γκάμας V7 III. Το MG-MP είναι ένα καινοτόμο σύστημα πολυμέσων που επιτρέπει τη σύνδεση της μοτοσυκλέτας με smartphone. Χάρη σε μια ειδική εφαρμογή που μπορεί να ληφθεί χωρίς χρέωση από το App Store και το Google Play, η συσκευή smartphone (iPhone ή Android) μετατρέπεται σε έναν εξελιγμένο ηλεκτρονικό υπολογιστή πολλαπλών λειτουργιών και σε μέσο σύνδεσης της μοτοσυκλέτας με το διαδίκτυο.
Η σύνδεση Bluetooth επιτρέπει την ταυτόχρονη θέαση πέντε παραμέτρων επιλογής του αναβάτη, μέσα από ένα τεράστιο μενού που περιλαμβάνει το ταχύμετρο, το στροφόμετρο, την ισχύ και τη ροπή σε μια δεδομένη στιγμή, τη στιγμιαία και τη μέση κατανάλωση καυσίμου, τη μέση ταχύτητα, την τάση της μπαταρίας, τη διαμήκη επιτάχυνση και τον εκτεταμένο υπολογιστή ταξιδιού. Η λειτουργία “Eco Ride” συμβάλλει στον περιορισμό της κατανάλωσης καυσίμου και στη διατήρηση της οδήγησης σε φιλικά προς το περιβάλλον επίπεδα, προσφέροντας μια σύντομη αξιολόγηση των δεδομένων που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια της οδήγησης. Ο αναβάτης μπορεί να καταγράψει τις πληροφορίες της διαδρομής και να ανατρέξει σε αυτά μέσω του υπολογιστή ή του smartphone του, βλέποντας τις παραμέτρους λειτουργίας της μοτοσυκλέτας σε κάθε σημείο της διαδρομής. Το σύστημα επιτρέπει επίσης τον εύκολο εντοπισμό της μοτοσυκλέτας, αν είναι σταθμευμένη σε κάποιο σημείο που προκαλεί σύγχυση. Ο εντοπισμός γίνεται με αυτόματη αποθήκευση της θέσης της μοτοσυκλέτας τη στιγμή που σβήνει ο διακόπτης. Η MG-MP περιλαμβάνει λειτουργία “προειδοποίησης πρόσφυσης”, η οποία αναπαράγει τις ενδείξεις της λειτουργίας ελέγχου πρόσφυσης και προειδοποιεί σε περίπτωση υπερβολικής χρήσης της διαθέσιμης πρόσφυσης. Χάρη στη συνδυασμένη χρήση γυροσκοπίων και στις εισερχόμενες πληροφορίες από την άμεση σύνδεση με τα ηλεκτρονικά συστήματα της μοτοσυκλέτας, η συσκευή smartphone μετατρέπεται σε ένα εξελιγμένο όργανο μέτρησης της γωνίας κλίσης στις στροφές.
Ακόμη μεγαλύτερη γκάμα γνήσιων αξεσουάρ Moto Guzzi
Μετά την μεγάλη επιτυχία των V7 και V7 II, η custom φιλοσοφία Moto Guzzi Garage συνεχίζεται και στην V7 III. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν διαθέσιμα αμέτρητα αξεσουάρ για προσωπικές, λειτουργικές και αισθητικές επεμβάσεις με δημιουργικό και ασφαλή τρόπο. Όλα τα αξεσουάρ έχουν σχεδιαστεί και κατασκευαστεί από τη Moto Guzzi και έχουν υποβληθεί σε αυστηρές δοκιμές, όπως ισχύει για κάθε εξάρτημα που βρίσκεται στον βασικό εξοπλισμό. Το αποτέλεσμα είναι ποιοτικά και ανθεκτικά προϊόντα που τοποθετούνται σωστά χωρίς καμία επέμβαση στη βασική δομή της μοτοσυκλέτας. Επειδή έχουν σχεδιαστεί και ρυθμιστεί από την ίδια τη Moto Guzzi, έχουν την ίδια εφαρμογή με τα εξαρτήματα του βασικού εξοπλισμού και επιτρέπουν εύκολη επαναφορά της μοτοσυκλέτας στην αρχική της κατάσταση. Είναι εγκεκριμένα και απολύτως συμβατά με τις προδιαγραφές για χρήση σε δημόσιο οδικό δίκτυο.
Ψηλή 2 σε 1 εξάτμιση Arrow: η ψηλή 2 σε 1 εξάτμιση έχει σχεδιαστεί σε συνεργασία με την Arrow, κάνει πιο επιβλητική την V7 III και προσφέρει ακόμη πιο σπορ εμφάνιση.
Ελατήρια αμορτισέρ πίσω κόκκινα: σχεδιάστηκαν για άμεση τοποθέτηση στα στάνταρ αμορτισέρ της V7 III.
Πλαϊνά καπάκια αλουμινίου: τα πλαϊνά καπάκια αλουμινίου συμβάλλουν στην δημιουργία ενός πιο επιβλητικού και πολυτελούς προφίλ για την V7 III, χάρη στα υλικά και την κορυφαία ποιότητα κατασκευής. Είναι διαθέσιμα σε σατινέ και μαύρο χρώμα.
Κάλυμμα ρεζερβουάρ: αποτελείται από δύο μαλακά λαστιχένια προστατευτικά που εφαρμόζουν στις πλευρές του ρεζερβουάρ, στα σημεία επαφής με τα γόνατα του αναβάτη, χαρίζοντας περισσότερη άνεση στην οδήγηση.
Κουκούλες εσωτερικού χώρου: κατασκευασμένες από μαύρο υλικό που προστατεύουν το όχημα από γρατζουνιές και σκόνη. Λογότυπο Moto Guzzi και στις δύο πλευρές. Διατίθεται και σε εκδόσεις με σχέδιο “Eagle” και “Shape”.
Παρμπρίζ: σχεδιάστηκε για μεγαλύτερη αεροδυναμική προστασία χωρίς κανένα συμβιβασμό στην ελκυστική αισθητική της V7 III. Καλύπτει απόλυτα τις αυστηρές προδιαγραφές (DOT & TUV) και έχει δοκιμαστεί από τους οδηγούς δοκιμών της Moto Guzzi σε όλες τις καιρικές συνθήκες.
Προστατευτικά injection: καλύμματα κατασκευασμένα από αλουμίνιο και προστατεύουν από ακούσια επαφή τα γόνατα του αναβάτη.
Ολοκληρωμένο σετ πλαϊνών βαλιτσών (δερμάτινες και touring): χάρη στηρίγματα με σύστημα γρήγορης απελευθέρωσης, ο αναβάτης μπορεί να χρησιμοποιεί διάφορες πλαϊνές βαλίτσες στην V7 III. Στη γκάμα γνήσιων αξεσουάρ της Moto Guzzi περιλαμβάνονται ένα ζεύγος από ιδιαίτερες χειροποίητες πλαϊνές βαλίτσες με ατσάλινα κουμπώματα και μοναδικής αισθητικής λογότυπο Moto Guzzi και ένα ζεύγος πλαϊνών βαλιτσών touring από τεχνικό υλικό, οι οποίες είναι ανθεκτικές, ευρύχωρες και ιδανικές για μεγάλα ταξίδια. Περιλαμβάνεται επίσης ένα ζεύγος μαλακών αδιάβροχων πλαϊνών βαλιτσών από καραβόπανο, που προσφέρουν μοναδική εμφάνιση στη μοτοσυκλέτα. Όλες οι βαλίτσες διαθέτουν λειτουργία γρήγορης απελευθέρωσης και αντικλεπτικό σύστημα.
Σχάρα αποσκευών: αυτό το αξεσουάρ εξυπηρετεί δύο σημαντικούς σκοπούς. Είναι η σχάρα στην οποία ασφαλίζονται οι αποσκευές, αλλά και το σημείο στήριξης του συνεπιβάτη, χάρη στις δύο ενσωματωμένες χειρολαβές. Είναι μαύρη και τοποθετείται στη θέση των χειρολαβών του βασικού εξοπλισμού.
Τσάντα: εφαρμόζεται στην σχάρα και είναι κατασκευασμένη από αυθεντικό αδιάβροχο δέρμα. Μπορεί να μεταφερθεί εύκολα με το χέρι, χάρη στη χειρολαβή που υπάρχει στο πίσω μέρος.
Ιμάντας ρεζερβουάρ: προστατευτικός ιμάντας από αδιάβροχο αυθεντικό δέρμα που προσφέρει ισχυρό “garage” χαρακτήρα στην V7 III και επιτρέπει την προσαρμογή δερμάτινης εργαλειοθήκης, η οποία διατίθεται ξεχωριστά.
Σέλα μονή: εκλεπτυσμένα υλικά και μοναδική σχεδίαση για τη διαμόρφωση μονόσελου στην V7 III.
Πολυτελής δερμάτινη σέλα: κατασκευασμένη από υψηλής ποιότητας υλικά, με φινίρισμα και δεξιοτεχνία που θυμίζουν το στυλ και τα σχήματα που κατασκευάζονται στο χέρι από ειδικούς τεχνίτες σελών. Είναι το ιδανικό αξεσουάρ για τη δημιουργία μιας V7 III με “garage” πινελιές αυθεντικότητας και πολυτέλειας.
Σέλα Comfort gel: απευθύνεται σε όσους απαιτούν το μέγιστο σε ότι αφορά την άνεση. Διαθέτει ένθετο από τζελ στα σημεία που κάθεται ο οδηγός και ο συνεπιβάτης. Χάρη στο λεπτό προφίλ της, παρέχει καλύτερη θέση όταν ο οδηγός έχει τα πόδια του στο έδαφος. Η επένδυση είναι ίδιας σχεδίασης με την βασική σέλα και διαθέτει λογότυπο “Comfort gel”. Είναι διαθέσιμη και σε χαμηλότερη έκδοση.
Μανέτες φρένου και συμπλέκτη από αλουμίνιο: κατασκευασμένες από συμπαγές αλουμίνιο, με στυλ που ξεχωρίζει. Οι μανέτες αναβαθμίζουν τα χειριστήρια της V7 με ποιοτικά υλικά και μοναδική εμφάνιση.
Η προέλευση της θρυλικής V7
Ήταν το 1961, όταν η επιτυχία των μαζικής παραγωγής αυτοκινήτων επηρέασε δραματικά την αγορά της μοτοσυκλέτας. Η Moto Guzzi με αξιοζήλευτη ταχύτητα και μεγάλη ικανότητα στη σχεδίαση οχημάτων αντέδρασε στις δυσμενείς συνθήκες, εξερευνώντας νέες αγορές, από εμπορικά τρίκυκλα μέχρι αγροτικά μηχανήματα και ειδικά οχήματα, ακόμη και αυτοκίνητα. Σε ό,τι αφορά το αυτοκίνητο, ο ιδιοφυής σχεδιαστής Giulio Cesare Carcano σχεδίασε έναν αερόψυκτο 90° V–twin κινητήρα ειδικά για την σπορ έκδοση του Fiat 500, ο οποίος παρείχε τελική ταχύτητα που άγγιζε τα 140 χλμ./ώρα. Ο νέος κινητήρας εγκρίθηκε από το Lingotto, αλλά η ετήσια παραγωγή που ζητήθηκε από τον Vittorio Valletta, ήταν μεγαλύτερη από αυτή που μπορούσε να εξυπηρετήσει το εργοστάσιο από το Mandello del Lario. Για τον λόγο αυτό, η συμφωνία δεν υλοποιήθηκε ποτέ.
Ο Carcano πάντως δεν απογοητεύτηκε και αύξησε την χωρητικότητα του δικύλινδρου κινητήρα στα 754 κ.εκ. για να τον χρησιμοποιήσει στο “3X3″, ένα δημοφιλές τρίτροχο όχημα μεταφορών που αργότερα χρησιμοποιήθηκε από τον ιταλικό αλπικό στρατό. Την ίδια περίοδο προκηρύχθηκε ένας κρατικός διαγωνισμός που αφορούσε στην προμήθεια μοτοσυκλετών για την αστυνομία αυτοκινητοδρόμων. Τον διαγωνισμό θα κέρδιζε η μοτοσυκλέτα που θα λειτουργούσε για 100.000 χιλιόμετρα με το χαμηλότερο κόστος συντήρησης. Ήταν η τέλεια ευκαιρία για την τοποθέτηση του αναβαθμισμένου δικύλινδρου κινητήρα του Carcano σε μια μοτοσυκλέτα και αυτή δεν ήταν άλλη από την Moto Guzzi V7. Ήταν ένα καινοτόμο σχέδιο που συνδύαζε την απαιτούμενη ανθεκτικότητα με επίπεδα άνεσης και αξιοπιστίας που ήταν άγνωστα στον ανταγωνισμό και τράβηξαν την προσοχή ακόμη και διεθνών αστυνομικών δυνάμεων. Η αστυνομία του Los Angeles ήταν ανάμεσα στις πρώτες από αυτές. Η εντολή ανάθεσης για την κατασκευή της νέας V7 700 δόθηκε το 1964. Η μοτοσυκλέτα διέθετε κινητήρα 703.3 κ.εκ. που απέδιδε 40 HP και ζύγιζε 230 κιλά. Το 1966 ξεκίνησε η μαζική παραγωγή, η οποία αφορούσε στο αστυνομικό τμήμα και σε διεθνείς αγορές. Τον επόμενο χρόνο η V7 700 διατέθηκε προς πώληση στην Ιταλία, στην ανταγωνιστική τιμή των 725,000 λιρετών, που ήταν αισθητά χαμηλότερη από την αντίστοιχη των ανταγωνιστών από τη Γερμανία και την Αγγλία.
Η εξέλιξη από τον Lino Tonti
Η δημιουργία του Giulio Cesare Carcano τελειοποιήθηκε από έναν ειδικό σχεδιαστή που εντάχθηκε στο δυναμικό της Moto Guzzi το 1967. Ο μηχανικός Lino Tonti, με καταγωγή από το Forli και μεγάλη εμπειρία στους αγώνες με τις Mondial, Bianchi and Gilera, κλήθηκε από τον γενικό διευθυντή Romolo Stefani για να αναπτύξει την γκάμα μεγάλων μοτοσυκλετών του Mandello del Lario. Η V7 εμφανίστηκε την κατάλληλη στιγμή, όταν οι μοτοσυκλέτες επέστρεφαν δυναμικά στο προσκήνιο, σχεδόν σαν αντίδραση στη μείωση της δυναμικής του αυτοκινήτου και του ανοίγματος της αγοράς σε καινοτομίες.
Η πρώτη ενέργεια του Tonti ήταν η αύξηση κυβισμού του κινητήρα στα 757 κ.εκ και της ισχύος στα 45 HP. Ο κινητήρας τοποθετήθηκε στην V7 special του 1969, η οποία ήταν ταχύτερη, καλύτερη και πιο κομψή από την V7 700. Αμέσως μετά δημιούργησε -αρχικά για την αμερικάνικη αγορά- τις V7 Ambassador και California, με την τελευταία να εξελίσσεται σε σύντομο χρονικό διάστημα, σε μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες της Moto Guzzi μέχρι σήμερα. Το επόμενο ορόσημο για το αριστούργημα του Lino Tonti ήταν η V7 Sport. Ο σχεδιαστής από το Forli είχε ξεκάθαρες ιδέες και έθεσε τρεις παραμέτρους για τη σπορ μοτοσυκλέτα από το Mandello: 200 χλμ./ώρα, 200 κιλά, 5 ταχύτητες. Για να πετύχει τον στόχο του έκανε σημαντικές αλλαγές στον κινητήρα. Αύξησε τον κυβισμό στα 748.3 κ.εκ. και την ισχύ σε περισσότερα από 52 HP, επανασχεδίασε τον στροφαλοφόρο άξονα και τους εκκεντροφόρους και τοποθέτησε τον εναλλάκτη μπροστά για να διατηρηθεί ο κάθετος όγκος χαμηλά.
Ο κινητήρας τοποθετήθηκε σε ένα σφιχτό πλαίσιο δύο δοκών από χρωμιομολυβδαίνιο, το οποίο ήταν σε κόκκινο χρώμα για τις πρώτες 200 μονάδες και η εφαρμογή του έγινε απευθείας από ειδικό τμήμα της οδού Parodi 57. Η μοτοσυκλέτα έκανε την πρώτη της εμφάνιση το 1971 και τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου συμμετείχε στα “500 χιλιόμετρα της Monza” και κατέλαβε την τρίτη θέση με οδηγό τον Raimondo Riva. Αυτή ήταν η αρχή για μια σειρά από εντυπωσιακά αποτελέσματα σε αγώνες αντοχής, όπως ήταν οι 24 ώρες του Le Mans και οι αγώνες Liegi που με τη συμμετοχή δημοφιλών αγωνιζόμενων όπως ήταν ο Vittorio Brambilla, συνέβαλλαν στη δημιουργία της πιο διάσημης ιταλικής σπορ μοτοσυκλέτας, για τη δεκαετία του ’70.
Από την V7 στη γενιά των 850 κ.εκ.
Μετά από δύο σεζόν, η τεχνολογική εξέλιξη της V7 Sport Moto Guzzi μεταφέρθηκε και στην υπόλοιπη γκάμα. Το νέο πλαίσιο, το μπροστινό φρένο με τέσσερα τακάκια και η μετάδοση των πέντε σχέσεων που είχαν τοποθετηθεί αρχικά στην V7 Sport μαζί με τον μεγαλύτερου κυβισμού κινητήρα, ήταν οι βασικές καινοτομίες της V850 GT, του μοντέλου που σηματοδότησε την απόσυρση της V7 Special το 1973. Η έκδοση Sport έχασε επίσης το πασίγνωστο αλφαριθμητικό όνομα που αντικαταστάθηκε το 1974 από την Moto Guzzi 750S. Το τελευταίο μοντέλο που αποχωρίστηκε το θρυλικό αλφαριθμητικό όνομα ήταν η V7 850 California, η οποία πέρασε τη σκυτάλη στη νέα 850 T California το 1976.